Βόλτα στη Deauville

Όταν μιλάω σήμερα για την μητέρα μου, θέλω να την παρουσιάσω, στοργικά, σαν ένα πρόσωπο λίγο «τρελό». Όχι προσβεβλημένο από εκείνου του είδους τα προβλήματα που σε οδηγούν απ’ ευθείας στην ψυχιατρική κλινική με ένα ζουρλομανδύα. Αλλά είχε αυτή τη γλυκιά «τρέλα» των ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή μέχρι τέτοιου σημείου που οφείλουν να το δείχνουν, να το λένε, να το τραγουδούν. Η μητέρα μου ήταν πολύ εκφραστική, η ντροπαλότητά της την οδηγούσε μερικές φορές να μιλάει πολύ φωναχτά, με έντονες χειρονομίες. Αλλά όλα αυτά, συνδυασμένα με μία καθόλου προσποιητή προσοχή προς τον άλλον, την έκανε εξαιρετικά συμπαθή και αξιαγάπητη στους ανθρώπους που την γνώριζαν. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι η συμπεριφορά της δεν με έκανε να νοιώθω πάντοτε πολύ βολικά όταν ήμουν μικρός.

Θυμάμαι ειδικά μία 31η Δεκεμβρίου, ποιάς χρονιάς όμως μου διαφεύγει. Πηγαίναμε να γιορτάσουμε την πρωτοχρονιά στον αδελφό του μπαμπά, στη Χάβρη. Πριν ξανασυναντήσουμε παπούδες, γιαγιάδες και ξαδέλφες, οι γονείς μου αποφάσισαν να μας πάνε να περπατήσουμε, τις αδελφές μου και μένα, στην παραλία της Ντωβίλ, παρά τον αέρα και το κρύο. Για να μην σας αποκρύψω τίποτα, να πάω να περπατήσω, ήταν το τελευταίο πράγμα που είχα όρεξη να κάνω, γιατί αυτή η δραστηριότητα θα με ανάγκαζε να παρατήσω το όμορφο βιβλίο που είχα βρει για τις διακοπές και την άνεση του αυτοκινήτου μας. Εξάλλου, ειλικρινά δεν με συγκινούσε η ιδέα να τουρτουρίζω πάνω στην κρύα άμμο. Αλλά πιστεύω ότι τίποτα και κανείς, και κυρίως όχι εγώ, δεν μπορούσε να κόψει την καλή διάθεση της μητέρας μου την ημέρα εκείνη. Είχε αποφασίσει ότι η ζωή της πρόσφερε μία όμορφη ημέρα και ότι έπρεπε να την απολαύσει στο έπακρο. Η μητέρα μου λάτρευε το περπάτημα. Προς μεγάλη μου απελπισία, ειδικά κατά τις καλοκαιρινές διακοπές, όταν το απογευματινό μπάνιο και η παραλία έπρεπε να ξεχαστούν μπροστά στις ατέλειωτες βόλτες στο βουνό. Λάτρευε όλα όσα μας προσφέρει η φύση. Μπορούσε να στέκεται λεπτά ολόκληρα κοιτώντας τοπία, ακόμη και τα πιο ασήμαντα. Και θυμάμαι ακόμη αυτή τη φράση που μου έλεγε τακτικά την ώρα που περπατούσα «ρεμβάζοντας» τα πόδια μου : «κοίτα λίγο γύρω σου τι όμορφα που είναι». Και πιστεύω ότι σε τέτοιες στιγμές ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Εκείνη την ημέρα στην παραλία της Ντωβίλ βάλθηκε ξαφνικά να τραγουδάει. Με όλη της τη δύναμη. Κι’ αυτό, σε όλη τη διάρκεια της βόλτας, σύντομα ακολουθούμενη από τις αδελφές μου. Φαντασθείτε τους τέσσερεις να τραγουδούν και να χορεύουν στην παραλία της Ντωβίλ. Οι περαστικοί έστρεφαν τα βλέμματα τους στο προσπέρασμα τους, μισοδιασκεδάζοντας, μισοενοχλημένοι. Όσο για μένα που ήδη δεν ήμουν ενθουσιασμένος να κάνω αυτή τη βόλτα, αρκεί να σας πω ότι περπατούσα πλέον μόνος μου, μακριά από αυτό το γκρουπ που προσποιούμουν ότι δεν γνώριζα.

Αυτή είναι ακριβώς η μητέρα μου. Μία ενεργητικότητα, σε κάθε δυσκολία έτοιμη να μετακινήσει βουνά. Ένα σώμα που ξεχειλίζει από ζωή, με το οποίο εκφράζεται εξίσου όσο και με τα λόγια. Ένα άτομο που γνωρίζει αυτό που είναι σημαντικό στη καθημερινότητα και που καταβροχθίζει με λαιμαργία κάθε στιγμή που η ζωή της προσφέρει. Προτείνετέ της μία βόλτα πολλών χιλιομέτρων με την υπόσχεση ενός όμορφου τοπίου, και να την, ξεκίνησε ήδη. Το βλέμμα των άλλων πάνω της δεν είναι σημαντικό. Αδιαφορεί για αυτό που οι άνθρωποι μπορεί να σκέφτονται γι’ αυτήν. Παρά ταύτα, είναι ικανή να αφοσιωθεί πλήρως στον άλλον, να τον ακούσει, να τον τονώσει, να μοιρασθεί τις λύπες και τις χαρές του, τις αμφιβολίες του, την αγάπη του. Η μητέρα μου είναι επίσης μαχητική, αισιόδοξη σε κάθε δυσκολία, μία σφοδρή επιθυμία να εκμεταλλευθεί κάθε στιγμή, όποια και αν είναι τα εμπόδια που η ζωή μπορεί να βάλει στο δρόμο της. Τίποτα δεν είναι ποτέ απολύτως μαύρο. Τίποτα δεν είναι ποτέ οριστικό. Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από την αγάπη και τη ζωή. Όσο είμαστε σε αυτή τη γη, τίποτα δεν μπορεί να μας εμποδίσει να ζήσουμε.

Η μητέρα μου έχει πεθάνει. Είναι ήδη περισσότερο από πέντε χρόνια. Νικημένη από τον καρκίνο. Έζησε μια χρονιά οδύνης, βασανισμένη σωματικά από αυτή την ασθένεια. Θυμάμαι το παραμορφωμένο από τον πόνο πρόσωπό της, εκείνες τις νύχτες που δεν μπορούσε καν να ανέβει στο δωμάτιο της, καταβεβλημένη από την κούραση και τις παρενέργειες των αμφίβολης αποτελεσματικότητας φαρμάκων. Αλλά ποτέ δεν τα παράτησε. Ποτέ δεν παράτησε τη ζωή. Όλα όσα μας είχε δείξει καθημερινά όταν ήταν υγιής, συνέχισε να τα ακολουθεί και στη ζωή της σαν ασθενής. Συνέχιζε να θαυμάζει την θάλασσα και το βουνό. Συνέχιζε να είναι προσεκτική με τους ανθρώπους που συναντούσε και πρόσεχε να μην αφήσει τα προβλήματά της να εισβάλλουν στη συζήτηση. Εξακολουθούσε να βλέπει το θετικό σε κάθε μικροπράγμα, σε κάθε στιγμή και να ευχαριστεί τη ζωή για κάθε λεπτό, ακόμη και το πιο ασήμαντο. Συνέχιζε να γελάει, να συγκινείται, να ανέχεται αυτό που την περιέβαλε. Αρνιόταν να είναι υπόδουλη μιας αρρώστιας που δεν είχε θελήσει και χαιρόταν την ζωή σε κάθε δευτερόλεπτο, τουλάχιστον όταν ο πόνος της άφηνε μια μικρή ανάπαυλα. Συνέχιζε να αγαπάει. Συνέχιζε να τραγουδάει.

Ξέρετε, αυτή την 31η Δεκεμβρίου στην παραλία της Ντωβίλ, ο πραγματικός τρελός δεν ήταν εκείνη. Εγώ ήμουν. Τρελός που δεν εκμεταλλεύθηκα εκείνες τις στιγμές όπως η μητέρα μου, μου το έδειχνε. Τρελός που έδινα προσοχή στο βλέμμα των περαστικών που δεν θα ξαναδώ ποτέ και που ατένιζαν μία γυναίκα να χαίρεται τη ζωή με ένα τρόπο τόσο έντονο, που την έκανε να την τραγουδάει. Έπρεπε να τους είχα φωνάξει ότι μπορείς να πεθάνεις στα 48 σου χρόνια όταν ξέρεις να την ζεις όπως εκείνη. Δεν χρησιμεύει σε κάτι να προσπαθείς να προσθέσεις χρόνια στη ζωή σου, όταν δεν είσαι καν ικανός να προσθέσεις ζωή στα χρόνια σου.

Πιστεύω ότι κάθε άτομο που η ζωή μας φέρνει να συναντήσουμε έχει κάτι να μας δώσει και να μας μάθει. Μας αφήνει ένα μικρό σπόρο να σπείρουμε. Όταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, και αποφασίσουμε να κάνουμε να καρποφορήσει αυτή η κληρονομιά, τότε αυτά τα άτομα, των οποίων η όψη εξαφανίσθηκε από τη θέα μας, συνεχίζουν να ζουν μέσα μας και δεν μας αφήνουν ποτέ τελείως. Το σώμα φεύγει, αλλά η ψυχή συνεχίζει να ζει στον καθένα από εμάς που αποφασίζουμε να κάνουμε πράξη αυτά που το πρόσωπο αυτό μας έδωσε και μας έμαθε.

Έτσι θα θυμάται για πάντα ο Guillaume τη μαμά του, χαμογελαστή και γεμάτη ζωή!

Η μητέρα μου, μου έμαθε τόσα πολλά. Μου έδειξε τι είναι η δύναμη και η γενναιότητα για να αντιμετωπίσεις την αδικία και τον πόνο της αρρώστιας, ενώ την ίδια στιγμή χαίρεσαι την ζωή στο έπακρο. Γιατί τίποτα δεν πρέπει να μας εμποδίζει να σηκωθούμε κάθε πρωϊ για να ζήσουμε μια γεμάτη καινούργια ημέρα που μας δίνεται. Μου έμαθε να βλέπω την καθημερινότητα σαν να είναι η καλύτερη ημέρα, να βλέπω το θετικό σε κάθε πράγμα. Μου έμαθε να είμαι αισιόδοξος, να μην αρκούμαι με τα πράγματα όπως έχουν, αλλά να τα εκτιμώ όπως θα μπορούσαν να είναι. Η μητέρα μου, μ’ έμαθε να θαυμάζω ένα εξαιρετικό πανόραμα, αλλά και πράγματα πιο ασήμαντα. Μου έδειξε ότι κάθε άτομο έχει κάτι να μου διδάξει. Μου έμαθε τόσα ώστε να μου δείξει τι σημαίνει να αγαπάς. Μου δίδαξε να αγαπάς τη ζωή όποιες και εάν είναι οι δυσκολίες. Μου έμαθε να τραγουδάω τη ζωή.

Σήμερα μαμά, είσαι πάντα εδώ, μέσα μου. Μετά από δύσκολα χρόνια, και παρότι μερικές φορές η απουσία σου με κάνει ακόμη να υποφέρω, την ζωή την καταβροχθίζω από τότε, όπως εσύ μου το έμαθες. Και λίγη σημασία έχει πού είσαι από τότε, ξέρω ότι από εκεί ψηλά χαμογελάς που μ’ ακούς, υπό το ξαφνιασμένο βλέμμα των περαστικών, να τραγουδάω στο δρόμο ή σε μία παραλία.

Guillaume

2000-η Έμμα με τη μαμά της γελούν…μέχρι δακρύων σε ταξίδι στη Γαλλία!

 

You Might Also Like

1 Σχόλιο

  • Reply ΒΑΣΙΛΗΣ June 23, 2018 at 11:55 am

    “Μια φορά και ένα καιρό στη Ντωβίλ” θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της ιστορίας σας. Μια ιστορία που αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει πραγματικά χαμένος χρόνος, ακόμα και όταν περπατάς χωρίς ενδιαφέρον, βαριεστημένα, στις παραλίες της Côté Fleurie. Μια ιστορία που μου έφερε αναμνήσεις από το δικό μας οικογενειακό ταξίδι στη Νορμανδία και την Βρετάνη (ίσως την ίδια χρονιά, ποιος ξέρει 😉 Από τις δικές μας βόλτες σε Deauville, Trouville, Honfleur, Cabourg. Μήπως η Εμμανουέλα μας αισθανόταν όπως εσείς αισθανόσασταν ; μήπως είναι αυτό που την οδήγησε να τραγουδάει την τόσο σύντομη, αλλά τόσο “πλούσια”, ζωή της ; Δεν θα μάθουμε ποτέ την απάντηση. Αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Εκείνο που μετράει είναι ότι η Εμμανουέλα μας τραγουδούσε τη ζωή της, ζούσε τη ζωή της, γελούσε μέχρι δακρύων στη φωτογραφία που δημοσίευσε η αδελφή της, σε όλες τις φωτογραφίες της, όπως έκανε επίσης και η μητέρα σας. Οσο θα συνεχίζετε να τραγουδάτε τη ζωή, χωρίς να ενδιαφέρεστε για τις ματιές των περαστικών, τίποτε δεν θα μπορέσει να σβήσει τις γλυκιές και πολύτιμες αναμνήσεις αυτού του απογεύματος στη Deauville …

    Βασίλης, ο μπαμπάς της Εμμανουέλας.

  • Leave a Reply

    This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.